σφοντάμι

σφοντάμι
το, Ν
το φυτό σφένδαμνος, αλλ. σφενδάμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σφενδάμι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην επαρχία Πιερίας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ.). * * * και σφεντάμι και σφοντάμι, το, Ν το φυτό σφένδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφένδαμνος, με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”